δέει

δέει
δέομαι
lack
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
δέος
fear
neut nom/voc/acc dual (attic epic)
δέεϊ , δέος
fear
neut dat sg (epic ionic)
δέος
fear
neut dat sg
δέω 1
bind
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
δέω 1
bind
pres ind act 3rd sg (epic ionic)
δέω 2
lack
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
δέω 2
lack
pres ind act 3rd sg (epic ionic)
δεῖ
there is need
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀπαδέει — ὀπᾱδέει , ὀπαδέω follow pres ind mp 2nd sg (epic doric ionic) ὀπᾱδέει , ὀπαδέω follow pres ind act 3rd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • боязнь — БО˫АЗН|Ь (90), И с. Боязнь, страх: къ нб҃сьномоу ц҃рɤ пристоупи сь бо˫азньѫ. Изб 1076, 263; бо˫азни въ любъви нѣсть съвьршена˫а любы вънъ измещеть страхъ. СкБГ XII, 9в; нѣкто бо˫азнью потрѩсъс˫а оу||мъмь. (τῷ δέει) ЖФСт XII, 124 об. 125; ратьнии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έπειτα — (AM ἔπειτα) επίρρ. 1. αργότερα, μετά, ακολούθως 2. (σε ερώτηση) έπειτα; κι έπειτα; εκφράζει περιφρόνηση, ειρωνεία ή αδιαφορία για ισχυρισμό ή συμπέρασμα που υπονοείται (α. «θα φύγει κι έπειτα;» β. «ἔπειτα οὐκ οἴει φροντίζειν τοὺς θεοὺς ἀνθρώπων;» …   Dictionary of Greek

  • αποθνήσκω — (AM ἀποθνῄσκω, (Μ κ. ἀποθνήσκω) 1. πεθαίνω 2. σκοτώνομαι 3. αποχωρίζομαι οριστικά από κάτι, το αποκηρύσσω οριστικά («ἀπέθανε τῇ ἁμαρτίᾳ») αρχ. 1. πεθαίνω στα γέλια, πάω να σκάσω απ τα γέλια 2. φρ. «ἀποθνῄσκω τῷ δέει» πεθαίνω από τον φόβο μου.… …   Dictionary of Greek

  • δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …   Dictionary of Greek

  • θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… …   Dictionary of Greek

  • κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… …   Dictionary of Greek

  • ολυμπικός — ὀλυμπικός και ιων. τ. οὐλυμπικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όλυμπο («δέει φυλάσσεσθαι τὴν ἐσβολήν τὴν Οὐλυμπικήν», Ηρόδ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Ολύμπια, στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο Ολυμπιακός 3. (το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”